Καλαντάρης
(ουσ. αρσ.)
Καλανdάρης
[kalanˈdaris]
Ανακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τσαρικ., Φλογ.
Καλανdάρ'ς
[kalanˈdars]
Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ.
Κανdάρης
[kanˈdaris]
Φάρασ.
Γκανdάρης
[ganˈdaris]
Φάρασ.
Κανdάρ'
[kanˈdar]
Σατ., Φάρασ.
Από το λατιν. επίθ. calendaris = ο σχετικός με τις καλένδες, δηλ. την πρώτη ημέρα του μήνα. Η λ. και Πόντ. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kalander/galandar = α) η τελευταία μέρα του Δεκεμβρίου β) Ιανουάριος (Tietze 2016, λ. kalander).
O μήνας Ιανουάριος
ό.π.τ.
:
Ντου Γιανάριο ντ' ονόμαζαν Καλανdάρ'
(Τον Ιανουάριο τον ονόμαζαν Καλαντάρη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Κειότανε Καλανdάρης μήνα
(Ήτανε Γενάρης μήνας)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Το Καλανdάρ' μήνα πόμαν μας τρία ψωμιά
(Τον Ιανουάριο μας είχαν απομείνει τρία ψωμιά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Κανdάρη έμbασμα, σαρανdάρη 'έμωσμα
(Έμπα του Γενάρη, γέμισμα του σαραντάρικου πιθαριού˙ ευχή για καλή παραγωγή κρασιού, εφόσον το κλάδεμα των αμπελιών γινόταν αρχές Ιανουαρίου)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
|| Παροιμ.
Του Μάρτη τα πουλία μετράν ντα σον Γκαvdάρη
(Τα πουλιά του Μάρτη τα μετράνε τον Γενάρη˙ δεν πρέπει να προεξοφλούμε επιπόλαια το αποτέλεσμα μιας δουλειάς αλλά να περιμένουμε να δούμε την τελική έκβαση)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
Γενάρης