ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλαντούρα (ουσ. θηλ.) καλαντούρα [kalanˈdura] Αξ. καλανdώρα [kalanˈdora] Αξ. Από το ουσ. κάλαντα και το παραγωγ. επίθμ. -ούρα.
Μικρό καλάθι που κατέβαζαν τα παιδιά από την καπνοδόχο και όπου τους έβαζαν τα φιλοδωρήματα για τα κάλαντα Αξ.
Πβ. κουτζέρι
Τροποποιήθηκε: 05/11/2024