καλαντούρα
(ουσ. θηλ.)
καλαντούρα
[kalanˈdura]
Αξ.
καλανdώρα
[kalanˈdora]
Αξ.
Από το ουσ. κάλαντα και το παραγωγ. επίθμ. -ούρα.
Μικρό καλάθι που κατέβαζαν τα παιδιά από την καπνοδόχο και όπου τους έβαζαν τα φιλοδωρήματα για τα κάλαντα
Αξ.
Πβ.
κουτζέρι