καλαμπάς
(ουσ. αρσ.)
γαλαbάς
[ɣalaˈbas]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. kalaba = πολυκοσμία.
Πολυκοσμία, πλήθος
Συνών.
καλαμπαλίκι :1