καλακονίζω
(ρ.)
καλακονίζω
[kalakoˈnizo]
Φάρασ.
Από το ουσ. καλακόνι και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Η λ. και Πόντ., όπου ο Παπαδόπουλος (1958-1961, λ. καλακονῶ) δίδει την (μάλλον παρετυμολ.) σημ. ‘ακονίζω καλά’. Για την σημ. βλ. και ΙΛΝΕ, λ. ἀκονίζω 3 = χτυπώ δυνατά, δέρνω (Απουλ.). Κατά τον Grégoire (1909: 155) από το μεσν. ρ. κατακλονίζω > καλακλονίζω > καλακονίζω (< μεταγν. κατακλονέω-ῶ).
Σκοντάφτω, προσκρούω σε κάτι
:
Καλακονίζει και ξειλάει κουbέ τζης
(Σκοντάφτει και πέφτει μπρούμυτα)
Φάρασ.
-Καρολ.
|| Παροιμ.
Ότις σπουδάζει καλακονίζει
(Όποιος βιάζεται σκοντάφτει˙ η βιασύνη είναι κακό πράγμα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Του 'φήν' τ' ορτόν ντη στράτα τσ̑αι πααίνει στον τζ̑ιλγά, 'α καλακονίσει, 'α χαπαχωθεί
(Όποιος αφήνει τον ίσιο δρόμο και πάει από το μονοπάτι θα σκοντάψει και θα πέσει μπρούμυτα˙ πρέπει κανείς να ακολουθεί τον σωστό και τίμιο τρόπο για την επίτευξη των στόχων του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.