καλά
(επίρρ.)
καλά
[kaˈla]
Καππ.
κα
[ka]
Φάρασ.
Συγκριτ.
κάλλιο
[ˈkaʎo]
Σινασσ.
Mεσν. επίρρ. καλά.
1. Καλά
ό.π.τ.
:
Καλά έμαχά το
(Το έμαθα καλά)
Ουλαγ.
-Dawk.
Καλά που σ' τό 'πα
(Ευτυχώς που σου το είπα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ράνα δου καλά προτού ντ' αγοράεις
(Κοίτα το, πρόσεξέ το καλά πριν το αγοράσεις)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Του μάνα μ' καλά να του τρανείς
(Την μάνα μου να την προσέχεις καλά)
Μαλακ.
-Dawk.
Ντέ 'νι καλά, αστενάρ' 'νι
(Δεν είναι καλά, είναι άρρωστη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
Εγώ καλά τον τα λέγω κάθε μέρα
(Εγώ καλά του τα λέω κάθε μέρα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Μάνα σ’ τίχαλ ναι, καλά ’ναι μι;
(Η μάνα σου πώς είναι, είναι καλά;)
Μισθ.
-Pernot.Gall.
Μάνα μ’ ήξερέ τα, καλά τα ήλεγέ μας
(Η μάνα μας τα ήξερε, καλά μας τα έλεγε)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Καλά έντεσέν το το γαϊdούρι τ'
(Kαλά το έδεσε το γαϊδούρι του˙ τον έχει δεμένο το γάιδαρό του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Καλά κι είμαι
(Καλά δεν είμαι˙ είμαι άρρωστος)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Παροιμ.
Kάλλιο να κλάψει το παιδί παρά η μάνα
(Καλύτερα να κλάψει το παιδί παρά η μάνα˙ η τιμωρία είναι δυσάρεστη αλλά φρονηματίζει)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Το καλό το γονσ̑ού ασ' το αdελφό σ' καλά ντράνα το
(Τον καλό το γείτονα κοίταζέ τον καλύτερα από τον αδελφό σου˙ είναι πιο σημαντικό να έχουμε καλούς γείτονες παρά συγγενείς)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Καλά εφάγαμεν, καλά επίαμεν, καλόν το μεσανύχτι,
κι εκεί στο γλυκοχάραγμα, αγόρ', ας κοιμηθούμεν (Kαλά φάγαμε, καλά ήπιαμε, καλά ήρθαν τα μεσάνυχτα,
κι εκεί κατά το χάραμα, αγόρι, ας κοιμηθούμε) Σινασσ. -Lag.
κι εκεί στο γλυκοχάραγμα, αγόρ', ας κοιμηθούμεν (Kαλά φάγαμε, καλά ήπιαμε, καλά ήρθαν τα μεσάνυχτα,
κι εκεί κατά το χάραμα, αγόρι, ας κοιμηθούμε) Σινασσ. -Lag.
β.
Και με εμφατική επανάληψη
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ., Φλογ.
:
Και γιαϊκάτσεν καλά-καλά
(Και τον έπλυνε πολύ καλά
)
Φλογ.
-Dawk.
Πατισ̑άχοζ ντράνσεν ντο καλά-καλά
(Ο βασιλιάς τον κοίταξε καλά καλά
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Καλά-καλά ραχατλανdουρντούν ντους
(Τους διασκεδάζουν πολύ καλά
)
Σίλ.
-Dawk.
2. Ως υπερθετικό, πάρα
Σινασσ., Φλογ.
:
Γιομών' 'ς ένα κεσέ κάλα πολλά μαgίρια
(Γεμίζει σε ένα κασελάκι πάρα πολλά μικρά κέρματα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Kαλάbολλοι
(Πάρα πολλοί)
Σινασσ.
-Βλασ.