ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλαγάστρα (ουσ. θηλ.) καλαγάστρα [kalaˈɣastra] Φλογ. qαλαγάστρα [qalaˈɣastra] Μαλακ. γκαλαάστρα [galaˈastra] Ουλαγ. γαλαγάστρα [ɣalaˈɣastra] Αξ., Μισθ. αλαγάστρα [alaˈɣastra] Ανακ. Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kalağan και kaluğan = γαϊδουράγκαθο (βλ. THADS, λ. kangal I). Πβ. γαλγάνι
Είδος ακανθώδους φυτού που χρησίμευε ως ζωοτροφή, κοινώς κολλιτσίδα ό.π.τ. : Έχισ̑καμ' και καλαγάστρα (Είχαμε και καλαγάστρα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Να σι γαβουρντίσω μι τ' γαλαγάστρα (Θα σε καβουρντίσω με την καλαγάστρα˙ απειλή προς μικρά παιδιά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Μέεις ντο γκαλαάστρα (Μοιάζεις με καλαγάστρα˙ για χλωμό και αδύνατο άνθρωπο) Ουλαγ. -Κεσ.