καλακούζι
(ουσ. ουδ.)
καλακούζι
[kalaˈkuzi]
Φάρασ.
καλαγούζι
[kalaˈɣuzi]
Φάρασ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. σχετίζεται με το κοινό ν. ε. παιχνίδι καλικούτσα, το οπ. πιθ. από από το ουσ. καβαλλίκα = α) ίππευση β) είδος παιχνιδιού γ) επίρρ., ιππαστί (< μεσν. προστ. καβαλλίκα, του ρ. καβαλλικεύω), όπου και τύπ. καλλίκα, και το παραγωγ. επίθ. -ούτσα. Κατά τον Καρολίδη (1885: 166) από το ρ. καλακονίζω.
Είδος παιχνιδιού που παίζεται με πέτρες και ο ηττημένος πρέπει να άρει στην πλάτη του τον νικητή.