καλαντάρι
(ουσ. ουδ.)
καλανdάρ'
[kalanˈdar]
Αραβαν.
Από το νεότ. ουσ. καλεντάρι (Λεξ. Σομ., λ. καλεντάριον), το οπ. από το μεταγν. ουσ. καλενδάριον (< λατιν. calendarium).
Ημερολόγιο