ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλάμι (ουσ. ουδ.) καλάμι [kaˈlami] Σίλ. καλάμ' [kaˈlam] Αξ., Δίλ., Μισθ. Μεταγν. ουσ. καλάμιον > μεσν. καλάμιν.
1. Καλάμι, βλαστός δημητριακών Αξ., Μισθ. : Ντου τ͑οκάν’ απ’κάτ’ είχεν χτέρια, εκείνα τα χτέρια κόβιξαν ντα καλάμια, σ̑άνισκαν ντα άχυρου (Η δοκάνα από κάτω είχε πέτρες, εκείνες οι πέτρες έκοβαν τα καλάμια, τα έκαναν άχυρο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Κραμβολάχανο Σίλ. : Πήρα ένα καλάμι να του ποίσου ντολμά (Πήρα ένα λάχανο να το κάνω ντολμάδες) Σίλ. -Κωστ.Σ.
3. Μτφ., το πέος Αξ. Συνών. βιλλί