καλάμι
(ουσ. ουδ.)
καλάμι
[kaˈlami]
Σίλ.
καλάμ'
[kaˈlam]
Αξ., Δίλ., Μισθ.
Μεταγν. ουσ. καλάμιον > μεσν. καλάμιν.
1. Καλάμι, βλαστός δημητριακών
Αξ., Μισθ.
:
Ντου τ͑οκάν’ απ’κάτ’ είχεν χτέρια, εκείνα τα χτέρια κόβιξαν ντα καλάμια, σ̑άνισκαν ντα άχυρου
(Η δοκάνα από κάτω είχε πέτρες, εκείνες οι πέτρες έκοβαν τα καλάμια, τα έκαναν άχυρο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Κραμβολάχανο
Σίλ.
:
Πήρα ένα καλάμι να του ποίσου ντολμά
(Πήρα ένα λάχανο να το κάνω ντολμάδες)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.