ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλαϊλατίζω (ρ.) qαλαϊλατίζω [qalailaˈtizo] Μαλακ. γαλαϊλατίζω [ɣalailaˈtizo] Φάρασ. γαλαϊλαΐζου [ɣalailaˈizu] Σίλ. γαλαλαΐζου [ɣalalaˈizu] Μισθ. γαλαϊλατώ [ɣalailaˈto] Φάρασ. γλαϊλατώ [ɣlailaˈto] Σίλ. γαλαϊλατώου [ɣalailaˈtou] Φάρασ. Μτχ. γαλαλαϊμένου [ɣalalaiˈmenu] Μισθ. γκαλαϊλανdζ̑ημένου [galailandʒiˈmenu] Από το τουρκ. ρ. kalaylatmak = γανώνω, επικασσιτερώνω.
Γανώνω ό.π.τ. : Ένα γκαλαϊλανdζ̑ημένου χαλκί γιομάτου λάρι (Ένα γανωμένο χάλκινο σκεύος γεμάτο λάδι) Σίλ. -Ταλιανίδ.Ερωτημ. Σέλ’ να γλαϊλαΐσ’ μιά τα μπακ͑ίρια μου (Πρέπει να γανώσω τα μπακίρια μου) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6