καλαϊλατίζω
(ρ.)
qαλαϊλατίζω
[qalailaˈtizo]
Μαλακ.
γαλαϊλατίζω
[ɣalailaˈtizo]
Φάρασ.
γαλαϊλαΐζου
[ɣalailaˈizu]
Σίλ.
γαλαλαΐζου
[ɣalalaˈizu]
Μισθ.
γαλαϊλατώ
[ɣalailaˈto]
Φάρασ.
γλαϊλατώ
[ɣlailaˈto]
Σίλ.
γαλαϊλατώου
[ɣalailaˈtou]
Φάρασ.
Μτχ.
γαλαλαϊμένου
[ɣalalaiˈmenu]
Μισθ.
γκαλαϊλανdζ̑ημένου
[galailandʒiˈmenu]
Από το τουρκ. ρ. kalaylatmak = γανώνω, επικασσιτερώνω.
Γανώνω
ό.π.τ.
:
Ένα γκαλαϊλανdζ̑ημένου χαλκί γιομάτου λάρι
(Ένα γανωμένο χάλκινο σκεύος γεμάτο λάδι)
Σίλ.
-Ταλιανίδ.Ερωτημ.
Σέλ’ να γλαϊλαΐσ’ μιά τα μπακ͑ίρια μου
(Πρέπει να γανώσω τα μπακίρια μου)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6