κακοψυχιά
(ουσ. θηλ.)
κακοψυχιά
[kakopsiˈça]
Σινασσ.
Από το μεταγν. ουσ. κακοψυχία = κακές φυσικές ιδιότητες, με την μεσν. σημ. ‘ψυχική οδύνη’.
Επιθυμία εγκύου για συγκεκριμένες τροφές, λιγούρα.
Συνών.
κακοψύχημα, μουσούντισμα