ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κακογνωμίζω (ρ.) κακογνωμίζω [kakoɣnoˈmizo] Ανακ., Σινασσ. Από το μεσν. ρ. κακογνωμῶ = δυστροπώ (Λεξ. Κριαρ.), με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω.
1. Νευριάζω, έχω κακή διάθεση μόνο σε παροιμ. Ανακ. : || Παροιμ. Μάρτης μαρτυρίζει και καλοκαίρης μυρίζει· κι άμα κακογνωμίσ’ κάφτ’ και τα χουλιάρια και τα χουλιαρτήκες (Ο Μάρτης βασανίζει αλλά μυρίζει καλοκαίρι· αλλά αν νευριάσει, καίει και τα κουτάλια και τις κουταλοθήκες˙ για την κακοκαιρία του Μάρτη) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. γαυριάζω
2. Ειδικότ., για βρέφη, πεισμώνω Σινασσ.