κάκι
(ουσ. ουδ.)
κάκι
[ˈkaci]
Φάρασ.
Αρχ. ουσ. κάκκη = ανθρώπινο περίττωμα (LSJ).
Περίττωμα
Φάρασ.
:
Ντεϊμερτζ̑ής ’ς φα’ κάκι
(O μυλωνάς ας φάει σκατά)
Φάρασ.
-Dawk.
Πονεί τσ̑αι ’πεμένει σα κάκα του ’πέσου
(Είναι άρρωστος και απομένει πάνω στα κόπρανά του)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Γιαναστέσαν το σ̑οιρίδι μο το γουβάλι σα κάκα πέσου
(Το γουρούνι και το βουβάλι πλησίασαν μέσα στα σκατά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-CD
|| Φρ.
Είσ’ άνdι ’αγού το κάκι, νε μυράς, νε κο’ἀς
(Eίσαι σαν του λαγού το σκατό, δεν μυρίζεις, δεν κολλάς˙ Λέγεται περιφρονητικά για όσους δεν είναι ούτε φίλοι ούτε εχθροί μας)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Σο στόμα σου κάκε τζ̑ο ξερώνουν
(Στο στόμα σου σκατά δεν ξεραίνονται˙ για τους φλύαρους που δεν κρατούν μυστικό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ο Τούρκος τα μη φα’ του Ρωμού τα κάκε, ιρεχάτε τζ̑ο στήκνεται
(Ο Τούρκος, αν δεν φάει του Ρωμιού τα σκατά, ήσυχα δεν κάθεται˙ το έλεγαν όταν κάποιος Τούρκος έσυρε στα δικαστήρια έναν χριστιανό για να τον αδικήσει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Χιτάς χιτάς, αν γκάκι τζ̑ο πορείς να φας
(Τρέχεις, τρέχεις, ένα σκατό δεν μπορείς να φας˙ για όσους είναι πάντα απασχολημένοι και βιαστικοί αλλά δεν κάνουν τίποτα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Το 'ρνίθι γλυμίζει, γλυμίζει, έβγκαλεν ντα κάκε πάνου
(Η κότα σκαλίζει, σκαλίζει, έβγαλε τα σκατά πάνω˙ για όσους ανασκαλεύουν ένα ζήτημα και ανακαλύπτουν δυσάρεστες πτυχές του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το στσ̑υλί να φα' κάκε, «τόbε» τζ̑ο φτένει τα
(Το σκυλί και σκατά να φάει, δεν λέει ήμαρτον˙ για τους ανήθικους που δεν μετανιώνουν για τις πράξεις τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
σκατό