ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κακαλαντίζω (ρ.) κακαλατίζω [kakalaˈtizo] Μαλακ. κακαλαΐζου [kakalaˈizu] Δίλ. κακαρλαΐζου [kakarlaˈizu] Μισθ. κακ'λαΐζου [kaklaˈizu] Μισθ. κακαβλαdι̂́ζω [kakavlaˈdɯzo] Αραβαν. κακαβλατίζω [kakavlaˈtizo] Σινασσ. κακαλαdώ [kakalaˈdo] Ανακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. kakalamak/kakılamak (αόρ. kakaladı/kakıladı) = για όρνιθα, κράζω όταν γεννώ τα αβγά (THADS 8, λ. kakalamak II, kakılamak). O τύπ. κακαβλαντίζω με μορφολογ. επίδρ. των ρ. χαβλαντίζω και μαβλαντίζω.
Για όρνιθα, κακαρίζω ό.π.τ. : Τ’ ορνίχ’ κακ'λαΐζ’ (Η κότα κακαρίζει) Μισθ. -Κωστ.Μ.