ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κακκαβίζω (ρ.) κακκαβίζω [kakaˈvizo] Γούρδ., Φάρασ. Αόρ. κακκάφτ'σα [kaˈkaftsa] Φάρασ. Αρχ. ρ. κακκαβίζω = κακαρίζω.
1. Για όρνιθα, πέρδικα ή άλλο πτηνό, κακαρίζω ό.π.τ. : Το περτ͑ίτσι πήε κάτσε αdζεί κονdά και κακκάφ’τσε (Το περδίκι πήγε κάθησε εκεί κοντά και λάλησε) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. κακαλαντίζω, κακαρίζω
2. Αντηχώ, κάνω κρότο Φάρασ. : || Φρ. Κακκαβίζουν ντα γρούσ̑ε σου (Βροντάνε τα γρόσια σου˙ για όποιον έχει οικονομική δύναμη και γι' αυτό επιβάλλει την γνώμη του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.