ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κακό (ουσ. ουδ.) κακό [kaˈko] Ανακ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τελμ. Αρχ. ουσ. κακὸν με ουσιαστικοπ. από το επίθ. κακός.
1. Κακό, συμφορά ό.π.τ. : Χαbάρσουλαϊ ήρτι μας ντου κακό (Ξαφνικά μας ήρθε το κακό, η συμφορά) Μισθ. -Κοτσαν. Να το ατλανdίσει η γάτα το είχαμε για κακό, δεν αρίντιζε το πεθαμένο σο χώμα (Να τον διασκελίσει η γάτα το είχαμε για κακό, δεν έλιωνε το πτώμα στο χώμα) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Ασμ. Μα η Μαρού σαν είδε τούτο το κακό
Έβγαλε τα ζεγκιά της, τσόλια ντύνεται
(Μα η Μαρού σαν είδε τούτο το κακό
Έβγαλε τα πλούσια ρούχα της, κουρέλια ντύνεται)
Σινασσ. -Λεύκωμα
Συνών. γαζές, ιρένγκι, φελακέτ
2. Ζημία, βλάβη Ανακ., Μισθ. : Από ένα τ’ άλλο κακό δεν κάνισ̑καμ’ (Κακό δεν έκανε ο ένας στον άλλο) Ανακ. -Cost. Κακό δε σκεφτιόδουν να ποίκ’ (Κακό δεν σκεφτόταν να κάνει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Με μη σ̑άνεις κακό, 'στέρια να σι κατακωλύσ' Χεός (Μή μου κάνεις κακό, μετά θα σε κυνηγήσει ο Θεός) Μισθ. -ΙΛΝΕ 755 Συνών. ζαράρι, ζιγιάνι, τζερεμές, χάσιμο