κακό
(ουσ. ουδ.)
κακό
[kaˈko]
Ανακ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τελμ.
Αρχ. ουσ. κακὸν με ουσιαστικοπ. από το επίθ. κακός.
1. Κακό, συμφορά
ό.π.τ.
:
Χαbάρσουλαϊ ήρτι μας ντου κακό
(Ξαφνικά μας ήρθε το κακό, η συμφορά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Να το ατλανdίσει η γάτα το είχαμε για κακό, δεν αρίντιζε το πεθαμένο σο χώμα
(Να τον διασκελίσει η γάτα το είχαμε για κακό, δεν έλιωνε το πτώμα στο χώμα)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Ασμ.
Μα η Μαρού σαν είδε τούτο το κακό
Έβγαλε τα ζεγκιά της, τσόλια ντύνεται (Μα η Μαρού σαν είδε τούτο το κακό
Έβγαλε τα πλούσια ρούχα της, κουρέλια ντύνεται) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. γαζές, ιρένγκι, φελακέτ
Έβγαλε τα ζεγκιά της, τσόλια ντύνεται (Μα η Μαρού σαν είδε τούτο το κακό
Έβγαλε τα πλούσια ρούχα της, κουρέλια ντύνεται) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. γαζές, ιρένγκι, φελακέτ
2. Ζημία, βλάβη
Ανακ., Μισθ.
:
Από ένα τ’ άλλο κακό δεν κάνισ̑καμ’
(Κακό δεν έκανε ο ένας στον άλλο)
Ανακ.
-Cost.
Κακό δε σκεφτιόδουν να ποίκ’
(Κακό δεν σκεφτόταν να κάνει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Με μη σ̑άνεις κακό, 'στέρια να σι κατακωλύσ' Χεός
(Μή μου κάνεις κακό, μετά θα σε κυνηγήσει ο Θεός)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755
Συνών.
ζαράρι, ζιγιάνι, τζερεμές, χάσιμο