κακιέρης
(ουσ. αρσ.)
κακιέρη
[kaˈceri]
Φάρασ.
κακιέρ'
[kaˈcer]
Φάρασ.
Από το ουσ. κάκι = κόπρανα με παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Αυτός που χέζεται πάνω του, χέστης
:
|| Παροιμ.
Ο κακιέρ’ ζαναχεύει τον γκατουριέρη
(Ο χέστης κοροϊδεύει τον κατρούλη˙ όταν κάποιος κοροϊδεύει τον όμοιό του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.