κακά (I)
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
κακά
[kaˈka]
Γούρδ., Μαλακ., Φερτάκ.
κάκα
[ˈkaka]
Φάρασ.
κάκα̈
[ˈkakæ]
Από την ουσιαστικοπ. του απαρεμφ. κακκᾶν του αρχ. ρ. κακκάω = αφοδεύω, πβ. Αριστοφ. Νεφ. 1390 «αὐτοῦ ’ποίησα κακκᾶν», Ευστ. Παρ. Ἰλ. 3.526 «κακός ὁ δειλός, καὶ κακίζεσθαι τὸ δειλιᾶν, […] ἐξ αὐτοῦ δὲ τὸ κακκᾶν συνήθως ἐπὶ παιδίων, ἐπεὶ καὶ τοῖς δειλιῶσιν ἕπεται τοιοῦτόν τι πάσχειν», Μοσχόπ. Ἐπιστ. 1.23-25 «οὐκ ἦν ὅτε τὴν γλῶτταν ἐστρέφετε οὐ περαιτέρω τοῦ κακκᾶν καὶ μαμμᾶν, εἶτα διηρθρώσατε τὸ πνεῦμα καὶ διετρανώσατε λόγον;». Λιγότερο πιθ. η ετυμολόγηση από το ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. κακός ή τον πληθ. του ουσ. κακό (Λεξ. Μπαμπ.). Ο τύπ. κάκα από το αρχ. ουσ. κάκκη =ανθρώπινα περιττώματα. Πβ. και τουρκ. ουσ. kaka = ως παιδ. λ., περιττώματα.