καινούργια
(επίρρ.)
καινούργια
[ceˈnurʝa]
Αραβαν., Σίλ., Σινασσ.
καινιργιά
[ceniˈrʝa]
Ουλαγ.
κι̂νι̂ργιάς
[kɯnɯˈrʝas]
Μαλακ.
κιονιούργια
[coˈnurʝa]
Σίλ.
κιονούρι
[coˈnuri]
Σίλ.
τσ̑αίνουργιος
[ˈtʃenurʝos]
Μισθ.
Από το νεότ. επίρρ. καινούργια (Λεξ. Σομ., λ. καινούρια), το οπ. από το επίθ. καινούργιος και το παραγωγ. επίθμ. -α. Ο τύπ. κιονούρι με χείλωση. Η σημ. δάνεια από το τουρκ. επίρρ. yeni = α) ως επίθ., νέος β) ως επίρρ., πρόσφατα, π.χ. yeni geldi = μόλις ήρθε.
Τώρα, μόλις
ό.π.τ.
:
Καινούργια σέβαμ’ απέσω
(Μόλις μπήκαμε μέσα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Καινιργιά ήρτα ακούμ'
(Τώρα μόλις ήρθα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Κιονούργια έφυγι
(Μόλις τώρα έφυγε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κιονούργια τον είρα
(Μόλις πριν από λίγο τον είδα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Χτίστην ένας λουτρός που στον κόσμο δεν βρίσκετο, με γούρνες και με νερό αθάνατο, που όποιος λούζετο πάντεχε που γεννιούταν καινούργια ασ' τη μάνα τ'
(Χτίστηκε ένα λουτρό που σαν κι αυτό δεν υπήρχε στον κόσμο, με γούρνες και με νερό αθάνατο, όπου όποιος πλενόταν ήταν σαν να είχε μόλις τώρα γεννηθεί από τη μάνα του)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ακούμ’ τσ̑αίνουργιος ντου μποίκα
(Μόλις τώρα το έκανα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
αντά :2, αρέ, αρέτσα, εδαρέ, τώρα