καϊμακάμης
(ουσ. αρσ.)
καϊμακάμης
[kaimaˈkamis]
Ανακ., κ.α.
γαϊμαχάμης
[ɣaimaˈxamis]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. καϊμακάμης, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kaymakam = διοικητής.
Διοικητής επαρχίας
ό.π.τ.