ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καΐκι (ουσ. ουδ.) καΐκ' [kaik] Μαλακ. qαΐκ’ [qaˈik] Σίλατ. γαΐχ̇ι [ɣaˈixi] Φάρασ. γαΐχ' [ɣaˈix] Μισθ., Σίλ. χαΐχ' [xaˈix] Σίλ. Πληθ. καΐχια [kaˈɯça] Αραβ., Τελμ. Από το νεότ. ουσ. καΐκιν, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kayιk.
Καΐκι και κατ' επέκτ. πλοίο ό.π.τ. : Tράνεινεν ση θάλασσα, είδεν ένα qαΐκ' (Κοίταζε στην θάλασσα, είδε ένα καΐκι) Σίλατ. -Dawk. Ήβ'ραν σι σου παμbούρ απάν', απάν' σου γαΐχ' (Σε έφεραν πάνω στο βαπόρι, πάνω στο καΐκι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Κοιτάμι, έρσιτι κάτ' ένα χαΐχ' (Κοιτάμε, έρχεται κάτω ένα καΐκι) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Ασμ. Το καΐκ’ αρματουμένο κι όλο ψάρια φορτωμένο (Το καΐκι εξοπλισμένο και όλο ψάρια φορτωμένο) Μαλακ. -ΚΜΣ-Τραγ. Συνών. βαπόρι, γκεμί