καΐκι
(ουσ. ουδ.)
καΐκ'
[kaik]
Μαλακ.
qαΐκ’
[qaˈik]
Σίλατ.
γαΐχ̇ι
[ɣaˈixi]
Φάρασ.
γαΐχ'
[ɣaˈix]
Μισθ., Σίλ.
χαΐχ'
[xaˈix]
Σίλ.
Πληθ.
καΐχια
[kaˈɯça]
Αραβ., Τελμ.
Από το νεότ. ουσ. καΐκιν, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kayιk.
Καΐκι και κατ' επέκτ. πλοίο
ό.π.τ.
:
Tράνεινεν ση θάλασσα, είδεν ένα qαΐκ'
(Κοίταζε στην θάλασσα, είδε ένα καΐκι)
Σίλατ.
-Dawk.
Ήβ'ραν σι σου παμbούρ απάν', απάν' σου γαΐχ'
(Σε έφεραν πάνω στο βαπόρι, πάνω στο καΐκι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Κοιτάμι, έρσιτι κάτ' ένα χαΐχ'
(Κοιτάμε, έρχεται κάτω ένα καΐκι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Ασμ.
Το καΐκ’ αρματουμένο κι όλο ψάρια φορτωμένο
(Το καΐκι εξοπλισμένο και όλο ψάρια φορτωμένο)
Μαλακ.
-ΚΜΣ-Τραγ.
Συνών.
βαπόρι, γκεμί