ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαπόρι (ουσ. ουδ.) βαπόρι [vaˈpori] Σατ., Σίλ., Τελμ. βαπόρ' [vaˈpor] Αξ., Μισθ., Μπέηκ. παπόρι [paˈpori] Τσουχούρ. παπόρ' [paˈpor] Τσουχούρ., Φλογ. παμπόρ' [paˈbor] Τσαρικ. παμbούρ' [pamˈbur] Μισθ. μπαμbούρ [bamˈbur] Μισθ. Από το ιταλ. vapore, μέσω του τουρκ. vapur = ατμόπλοιο, όπου και διαλεκτ. τύπ. bapır.
Βαπόρι, πλοίο ό.π.τ. : Γούλο το ντενgίσ̑' γεμώθην κ͑αΐχια και βαπόρια (Όλη η θάλασσα γέμισε καΐκια και βαπόρια) Τελμ. -Dawk. Έχουμι τσ̑αι πένdα ημέρες του έβκαμι 'σ' το βαπόρι (Έχουμε πέντε μέρες που βγήκαμε από το βαπόρι) Σατ. -Παπαδ. Σον σύφτασαμ' 'ς Μερσίνα, σέμαμ' ούλα 'ς ένα βαπόρ' (Όταν φτάσαμε στην Μερσίνα, μπήκαμε όλοι σ' ένα βαπόρι) Αξ. -Παυλίδ. Mε ντυό παμbούρια ήρταν τ' εμέαρ 'κουστέσσ'ρα (Με δυό βαπόρια ήρθαν οι δικοί μας το 1924) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Χέκαν μας σα παμbούρια μέσα (Μας έβαλαν μέσα στα πλοία) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σου παμbούρ' μέσα χάην βαβά τ'νι (Στο πλοίο μέσα πέθανε ο πατέρας τους) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Και μότ' τελείωσε το γραφή, ύστερα ήρταν τα τι̂ρένια και μας πήγαν σο παπόρ' (Και μόλις τελείωσε η καταγραφή, ύστερα ήρθαν τα τρένα και μας πήγαν στο βαπόρι) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Το παπόρι θέλ’ να φύ’, για τζ̑ο περπατεί (Το βαπόρι έπρεπε να φύγει, αλλά δεν προχωράει) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. γκεμί, καΐκι