βαπόρι
(ουσ. ουδ.)
βαπόρι
[vaˈpori]
Σατ., Σίλ., Τελμ.
βαπόρ'
[vaˈpor]
Αξ., Μισθ., Μπέηκ.
παπόρι
[paˈpori]
Τσουχούρ.
παπόρ'
[paˈpor]
Τσουχούρ., Φλογ.
παμπόρ'
[paˈbor]
Τσαρικ.
παμbούρ'
[pamˈbur]
Μισθ.
μπαμbούρ
[bamˈbur]
Μισθ.
Από το ιταλ. vapore, μέσω του τουρκ. vapur = ατμόπλοιο, όπου και διαλεκτ. τύπ. bapır.
Βαπόρι, πλοίο
ό.π.τ.
:
Γούλο το ντενgίσ̑' γεμώθην κ͑αΐχια και βαπόρια
(Όλη η θάλασσα γέμισε καΐκια και βαπόρια)
Τελμ.
-Dawk.
Έχουμι τσ̑αι πένdα ημέρες του έβκαμι 'σ' το βαπόρι
(Έχουμε πέντε μέρες που βγήκαμε από το βαπόρι)
Σατ.
-Παπαδ.
Σον σύφτασαμ' 'ς Μερσίνα, σέμαμ' ούλα 'ς ένα βαπόρ'
(Όταν φτάσαμε στην Μερσίνα, μπήκαμε όλοι σ' ένα βαπόρι)
Αξ.
-Παυλίδ.
Mε ντυό παμbούρια ήρταν τ' εμέαρ 'κουστέσσ'ρα
(Με δυό βαπόρια ήρθαν οι δικοί μας το 1924)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Χέκαν μας σα παμbούρια μέσα
(Μας έβαλαν μέσα στα πλοία)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σου παμbούρ' μέσα χάην βαβά τ'νι
(Στο πλοίο μέσα πέθανε ο πατέρας τους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Και μότ' τελείωσε το γραφή, ύστερα ήρταν τα τι̂ρένια και μας πήγαν σο παπόρ'
(Και μόλις τελείωσε η καταγραφή, ύστερα ήρθαν τα τρένα και μας πήγαν στο βαπόρι)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Το παπόρι θέλ’ να φύ’, για τζ̑ο περπατεί
(Το βαπόρι έπρεπε να φύγει, αλλά δεν προχωράει)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
γκεμί, καΐκι