Βαρασιώτης
(ουσ. αρσ.)
Βαρασ̑ώτης
[varaˈʃotis]
Φάρασ.
Βαρασ̑ώτ'ς
[varaˈʃots]
Φάρασ.
Πληθ.
Βαρασ̑ώτοι
[varaˈʃoti]
Φάρασ.
Θηλ.
Βαρασ̑ώτ'σσα
[varaˈʃotsa]
Φάρασ.
Από το τοπων. Βαρασ̑ός και το παραγωγ. επίθμ. -ιώτης.
Φαρασιώτης
:
Σα δέκα του μήνα ένι του Άιου Αρσενίου του Βαρασ̑ώτη, το 'μέτ'ρου ο Άιος
(Στις δέκα του μηνός (Νοεμβρίου) είναι του Αγ. Αρσενίου του Φαρασιώτη, του δικού μας του Αγίου)
Φάρασ.
-Ιορδαν.
Σήκωσ' ο Βαρασώτ'ς το σ̑έρι του σο μετώπι του
(Σήκωσε ο Φαρασιώτης το χέρι του στο μέτωπό του)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Σαμού ήρτε το τοχσάνι, τα πουά οι Βαρασ̑ώτοι πηάγαν σα πασχά τα χωρία
(Όταν ήρθε ο λιμός του '90, οι περισσότεροι Φαρασιώτες πήγαν στα άλλα χωριά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Στάθαμ' 'σου πρέφτει σις Βαρασ̑ώτ'σσες την τιμή
(Σταθήκαμε πιστές στην τιμή που ταιριάζει στις Φαρασιώτισσες)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
|| Ασμ.
Ξέχαν τ' όιμα μας οι Τούρτσ̑οι ανdί ασ̑ότη, μυού ασ̑ότη
να μή μας 'φήκουν Ρωμοί Χριστενοί τις Βαρασ̑ώτοι (Έχυσαν το αίμα μας οι Τούρκοι σαν αυλάκι, μύλου αυλάκι
να μη μας αφήσουν Ρωμιούς Χριστιανούς τους Φαρασιώτες) Φάρασ. -Λαμπρ. Ρωμοί Χριστεν' είμαστ' οι Βαρασ̑ωτοί, Κισκελούδες, Σατ͑ελούδες, Φκοσ̑ωτοί
Τζουχουρώτοι τσ̑αι 'τσ̑α οι Αφσαρώτοι τσ̑ιπ μας είμεστε ορτοί Βαρασ̑ωτοί
(Ρωμιοί Χριστιανοί είμαστε οι Φαρασιώτες και οι κάτοικοι από την Κίσκα, το Σατί, το Φκόσικαι το Τσουχούρι κι εκεί από το Αφσάρι είμαστε όλοι μας σωστοί Φαρασιώτες ) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.
να μή μας 'φήκουν Ρωμοί Χριστενοί τις Βαρασ̑ώτοι (Έχυσαν το αίμα μας οι Τούρκοι σαν αυλάκι, μύλου αυλάκι
να μη μας αφήσουν Ρωμιούς Χριστιανούς τους Φαρασιώτες) Φάρασ. -Λαμπρ. Ρωμοί Χριστεν' είμαστ' οι Βαρασ̑ωτοί, Κισκελούδες, Σατ͑ελούδες, Φκοσ̑ωτοί
Τζουχουρώτοι τσ̑αι 'τσ̑α οι Αφσαρώτοι τσ̑ιπ μας είμεστε ορτοί Βαρασ̑ωτοί
(Ρωμιοί Χριστιανοί είμαστε οι Φαρασιώτες και οι κάτοικοι από την Κίσκα, το Σατί, το Φκόσικαι το Τσουχούρι κι εκεί από το Αφσάρι είμαστε όλοι μας σωστοί Φαρασιώτες ) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.