ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαραχτάρης (ουσ. αρσ.) βαραχτάρους [varaˈxtarus] Μισθ. μπαραχτάρ' [baraˈxtar] Ουλαγ. Από το ουσ. βαραχτάς και το παραγωγ. επίθμ. -άρης.
Εφιάλτης, προσωποποιημένος ως κακοποιός δαίμων που τη νύχτα με το χέρι του κλείνει το στόμα του κοιμωμένου για να τον πνίξει ό.π.τ. : Νύχτα οπ' κοιμότομαι πάτ'σ̑ε με ντο μπαραχτάρ' (Την νύχτα που κοιμόμουνα με πάτησε, με πίεσε ο βραχνάς) Ουλαγ. -Κεσ. Nτου βριάυ πουτ' τσ̑οιμόδουμι πάτ'σι μι βαραχτάρους (Το βράδυ που κοιμόμουνα με πάτησε, με πίεσε, εφιάλτης) Μισθ. -Κοτσαν. Ιτό ντο αρμόαμ' σον ντο μπαραχτάρ' πατεί μας (Αυτό με το οπ. σκεπαστήκαμε μας πιέζει σαν εφιάλτης) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. βραχνάς, βαραχτάς