βαραχτάρης
(ουσ. αρσ.)
βαραχτάρους
[varaˈxtarus]
Μισθ.
μπαραχτάρ'
[baraˈxtar]
Ουλαγ.
Από το ουσ. βαραχτάς και το παραγωγ. επίθμ. -άρης.
Εφιάλτης, προσωποποιημένος ως κακοποιός δαίμων που τη νύχτα με το χέρι του κλείνει το στόμα του κοιμωμένου για να τον πνίξει
ό.π.τ.
:
Νύχτα οπ' κοιμότομαι πάτ'σ̑ε με ντο μπαραχτάρ'
(Την νύχτα που κοιμόμουνα με πάτησε, με πίεσε ο βραχνάς)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Nτου βριάυ πουτ' τσ̑οιμόδουμι πάτ'σι μι βαραχτάρους
(Το βράδυ που κοιμόμουνα με πάτησε, με πίεσε, εφιάλτης)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ιτό ντο αρμόαμ' σον ντο μπαραχτάρ' πατεί μας
(Αυτό με το οπ. σκεπαστήκαμε μας πιέζει σαν εφιάλτης)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
βραχνάς, βαραχτάς