ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαντές (ουσ. αρσ.) βατές [vaˈtes] Φάρασ. βατα̈́ς [vaˈtæs] Αφσάρ. βαdέ [vaˈde] Αξ., Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. vade = α) προθεσμία β) ωρίμανση.
1. Προθεσμία ό.π.τ. : Σα γεττίσ̑' το βαdέ τ' (Όταν έρθει η ώρα του να πεθάνει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Γέτ'σεν το βαdέ τ' (Τελείωσε η προθεσμία του, τουρκ. vadesi yetmek˙ Ήρθε η ώρα του να πεθάνει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. ιζίνι, μουσαντές
2. Μτφ., θάνατος Φάρασ. Συνών. θάνατος :1, πέθαμα :1, πεθαμός, πεθάνσιμο, χάνημα, χάσιμο, ψόφος