βαντές
(ουσ. αρσ.)
βατές
[vaˈtes]
Φάρασ.
βατα̈́ς
[vaˈtæs]
Αφσάρ.
βαdέ
[vaˈde]
Αξ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. vade = α) προθεσμία β) ωρίμανση.
2. Μτφ., θάνατος
Φάρασ.
Συνών.
θάνατος :1, πέθαμα :1, πεθαμός, πεθάνσιμο, χάνημα :2, χάσιμο :1, ψόφος, Αντίθ
γιασατιέσιμα