βαντές
(ουσ. αρσ.)
βατές
[vaˈtes]
Φάρασ.
βατα̈́ς
[vaˈtæs]
Αφσάρ.
βαdέ
[vaˈde]
Αξ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. vade = α) προθεσμία β) ωρίμανση.