γιασατιέσιμα
(ουσ. ουδ.)
γιασ̑ατι-έσιμα
[ʝaʃatiˈesima]
Φάρασ.
Από το ρ. γιασαντίζω, όπου και τύπ. γιασ̑ατι-έω, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.