ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζωή (ουσ. θηλ.) ζωή [zoˈi] Μισθ., Σίλ., Φάρασ. Αρχ. ουσ. ζωή.
1. Κατάσταση κατά την οποία κάποιος είναι ζωντανός Μισθ. : Δα γιορόνια […] έφ'χαν απ' τη ζωή (οι γέροντες έφυγαν από την ζωή) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. γιασατιέσιμα, ομούρ :1, ψυχή
2. Υγεία Σίλ. : || Φρ. Να έχεις τση ζωή σου (Να έχεις την υγεία σου˙ ως ευχή) Σίλ. -Κωστ.Σ.
3. Η διάρκεια της ζωής ενός έμψυχου όντος από την στιγμή της γέννησής του μέχρι κάποια στιγμή ή μέχρι τον θάνατό του Μισθ. : Στη ζωή μ’ ντούλιψα πολύ (Στην ζωή μου δούλεψα πολύ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Εφααμ' ζωή μας (Φάγαμε την ζωή μας˙ είμαστε στο τέλος της ζωής μας) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
4. Τρόπος ζωής Μισθ. : Καλύτεψαμ’ ζωή μας (Βελτιώσαμε την ζωή μας) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ήρταν σου χωριό τσι αρχίν’τσαν απ' την αρχή την ζωή τους (Ήρθαν στο χωριό και άρχισαν από την αρχή τη ζωή τους) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Έζησιν ζωή (Έζησε ζωή˙ πέρασε καλά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.