ζωγράφος
(ουσ. αρσ.)
ζωγράφος
[zoˈɣrafos]
Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ.
ζωγράφους
[zoˈɣrafus]
Μισθ.
ζουγκράφος
[zuˈgrafos]
Σινασσ.
Θηλ.
ζουγράφα
[zuˈɣrafa]
Καππ.
Από το αρχ. ουσ. ζωγράφος. Ο τύπ. ζουγράφος ήδη μεσν., σε επιγρ. ναού από την Σινασσ. (Grégoire 1909: 91).
Ζωγράφος
ό.π.τ.
:
Τα ’κονίσματα όμορφα ζωγραφισμένα ’νdαι· το ποιο ζωγράφος τα έσ’κε;
(Τα εικονίσματα είναι ζωγραφισμένα όμορφα· ποιος ζωγράφος τα έφτιαξε;)
Γούρδ.
-Καράμπ.