ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζώσιμο (ουσ. ουδ.) ζώσ̑ιμο [ˈzοʃimo] Αραβαν. Από το ρ. ζώνω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. ζώνω Αραβαν.
Τροποποιήθηκε: 13/11/2024