ζώσιμο
(ουσ. ουδ.)
ζώσ̑ιμο
[ˈzοʃimo]
Αραβαν.
Από το ρ. ζώνω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. ζώνω
Αραβαν.