ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζωγραφίζω (ρ.) ζωγραφίζω [zoɣraˈfizo] Αραβαν., Γούρδ., Φλογ. ζουγραφίζω [zuɣraˈfizο] Σινασσ. ζουγραφίζου [zuɣraˈfizu] Μισθ. Μεσν. ρ. ζωγραφίζω, το οπ. από το αρχ. ρ. ζωγραφέω-ῶ = ζωγραφίζω.
Αγιογραφώ ό.π.τ. : Άγιε Γιώργη μ’ γλύτω’ με κι εγ’ ας σε ζουγραφίσω (Άγιε μου Γεώργιε, σώσε με κι εγώ θα σε ζωγραφίσω) Σινασσ. -Αρχέλ.