ζυγόπαλα
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
ζ̑υγιόπαλα
[ʒiʝοˈpala]
Αξ.
τζυγόπαλα
[dziʝοˈpala]
Ανακ., Φλογ.
τζ̑υγιόπαλα
[dʒiʝοˈpala ]
Αξ.
τζυγόπουλα
[dziˈɣopulo]
Ανακ.
τζ̑υγόπαλα
[dʒiˈɣopala]
Σίλ.
Από το ουσ. ζύγι όπου και τύπ. ζ̑ύγ’, και το μεταγν. ουσ. πᾶλος = πάσσαλος.
Εξάρτημα αρότρου, τα ξύλα εν είδει καρφιών στην μέση του ζυγού του αρότρου τα οποία εμποδίζουν τον δεσμό του άξονα να μετατοπισθεί στα πλάγια
ό.π.τ.