ζύγιασμα ( ουσ. ουδ.
)
ζ̑ύγιασμα
[ʒiˈʝazma]
Μαλακ.
ζύιασμα
[ˈziiazma]
Σίλ.
ζύασμα
[ˈziazma]
Σίλ.
...
ζυγίζω
(ρ.)
ζυίζου
[ziˈizu]
Μισθ., Σίλ.
ζύζω
[zizo]
Φάρασ.
Μτχ.
τζ̑υγισμένο
[dʒiʝiˈzmeno]
Ανακ.
Μεσν. ρ. ζυγίζω (LBG).
Ζυγίζω
ό.π.τ.
:
Παίνουμ 'ς πάλανdζ̑α, ζυγίζουμ’
(Πηγαίνουμε στην ζυγαριά, ζυγίζουμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Να σες ζύ’σουμε, ’ά νάρτετε τεμάμι
(Αν σας ζυγίσουμε, θα έρθετε ίσα ίσα˙ λέγεται για όποιους μοιάζουν πολύ ή έχουν τον ίδιο βαθμό υπαιτιότητας για κάτι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Έλα, μάνα, ας την δώκουμε την Οβτοκιά σα ξένα
Ας πάρουμ' ώριο μάλαγμα, λογάρι τζ̑υγισμένο (Έλα, μάνα, ας την δώσουμε την Ευδοκία στην ξενιτιά
Ας πάρουμε ωραίο χρυσάφι, ζυγισμένα πλούτη) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Ας πάρουμ' ώριο μάλαγμα, λογάρι τζ̑υγισμένο (Έλα, μάνα, ας την δώσουμε την Ευδοκία στην ξενιτιά
Ας πάρουμε ωραίο χρυσάφι, ζυγισμένα πλούτη) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374