ζύμωμα
(ουσ. ουδ.)
ζύμουμα
[ˈzimuma]
Μισθ., Φάρασ.
ζούμουσμα
[ˈzumuzma]
Σίλ.
Αρχ. ουσ. ζύμωμα = μείγμα που έχει υποστεί ζύμωση. Ο τύπ. ζούμουσμα από το ένσιγμο αορ. θ. ζουμουσ- με παραγωγ. επίθμ. -μα.
Ζύμωμα, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. ζυμώνω
ό.π.τ.