ζυγοκρίκι
(ουσ. ουδ.)
ζ̑υγιοκρίκ’
[ʒiʝοˈkriκ]
Αξ.
τζ̑υγιοκρίκ’
[dʒiʝοˈkriκ]
Αξ.
Από τα ουσ. ζύγι, όπου και τύπ. ζ̑ύγ’, και κρίκος (θ. ζυγ- και κρίκ- με θεματικό φωνήεν -ο- και επίθμ. -ι).
Ο κρίκος του ζυγού της άμαξας
ό.π.τ.