ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζυγώνω (ρ.) ζυγώνου [ziˈɣonu] Μισθ. Αόρ. ζύγωσα [ˈziɣosa] Αξ. ζύγουσα [ˈziɣusa] Μισθ. Μεσν. ρ. ζυγώνω από το αρχ. ρ. ζυγόω-ῶ = βάζω κάτω από ζυγό, υποτάσσω.
Πλησιάζω, προσεγγίζω : Ζύγουσι, μοιάεις 'αν ντου μπάρμπα Χρήστη (Πλησίασε, μοιάζεις του μπαρμπα-Χρήστου) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Ζύγωσεν η ώρα (Ζύγωσε η ώρα˙ ήρθε η ώρα) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. γιακλαστίζω, γιακουναντίζω, γιαναντίζω, γιαναστίζω