ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζυγιάζω (ρ.) ζυγιάζω [ziˈʝazo] Σινασσ. ζ̑υγιάζω [ʒiˈʝazo] Φλογ. ζυγιάζου [ziˈʝazu] Μαλακ., Σίλ. ζυάζω [ziˈazo] Αραβαν. ζ̑άζω [ˈʒazo] Αραβαν. ζάνω [ˈzano] Γούρδ. τζ̑άνου [ˈdʒanu] Μισθ. Αόρ. έdζ̑ασα [ˈedʒasa] Μισθ. Μτχ. ζαμένο [zaˈmeno] Γούρδ. τζ̑ασμένου [dʒaˈzmenu] Μισθ. Μεσν. ρ. ζυγιάζω. Ο τύπ. ζυάζω νεότ. (Mackridge 2021: 113). Οι τύπ. ζάνω, τζ̑άνου αναλογ. προς τα ρ. σε -νω (πβ. σιάζω - ν.ε. διαλεκτ. σιάνω < μεσν. ἰσιάζω, φτιάνω - φτιάχνω < μεσν. εὐθειάζω).
Ζυγίζω κάτι ό.π.τ. : Τζ̑άνου σοδειά μ’ (ζυγίζω την σοδειά μου) Μισθ. -Κοτσαν. Ντέν ντου έdζ̑ασις καλά (Δεν το ζύγισες καλά) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 || Φρ. Ντα λόϊα τ’ τζ̑άν’ ντα (Τα λόγια του τα ζυγίζει˙ σκέφτεται καλά τι θα πει) Μισθ. -Κοτσαν. || Ασμ. Καθούταν κι Άγι-Θόδωρος κι Άγι-Στράτηγος 'ντάμα τ'
και ζύγιαζαν τ' αμαρτωλούς με τ' όνομά τους 'ντάμα
(Kάθονταν και ο Άγιος Θεόδωρος και ο Ταξιάρχης μαζί του
και ζύγιαζαν τους αμαρτωλούς με το όνομά τους μαζί)
Μαλακ. -Παχτ.