ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζουριάζω (ρ.) ζουριάζω [zuˈrʝazo] Σινασσ. Νεότ. ρ. ζουριάζω = είμαι φθισικός (Λεξ. Σομ.), πιθ. από το αρχ. ρ. σειριῶ = α) είναι ζεστός β) πάσχω από σειρίαση (βλ. Κορ. Ἄτ. 2.142-144). Εναλλακτικά, από το ιταλ. ουσ. usura = φθορά λόγω πολυχρησίας και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Μαραίνομαι, γίνομαι καχεκτικός Σινασσ. : || Φρ. Ας φάγει και ας ζουριασθεί (Ας φάει και ας γίνει καχεκτικός˙ αρά) Σινασσ. -Αρχέλ.