ζορμπάς
(ουσ. αρσ.)
ζορμπάς
[zorˈbas]
Σινασσ., Φάρασ.
Νεότ. ουσ. ζορμπάς ή ζορπάς, το οπ. από το τουρκ. zorba = βίαιος, τραμπούκος, όπου και παλαιότ. τύπ. zorbaz.
Βίαιος, ανυπότακτος
ό.π.τ.