ζόρια
(επίρρ.)
ζόρια
[ˈzorʝa]
Ανακ., Αξ., Μισθ., Σινασσ.
ζόρε
[ˈzore]
Φκόσ.
Από το ουσ. ζόρι και το παραγωγ. επίθμ. -α.
1. Με δυσκολία
Ανακ., Αξ., Μισθ., Σινασσ.
:
Πολύ ζόρια δώκεν ψυσ̑ή
(Ζορίστηκε πολύ για να ξεψυχήσει)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Σουκούλτσαμ' πολύ, κι έτσι ζόρια γκιαdζετίζουμ'
(Πιεστήκαμε πολύ, κι έτσι περνάμε ζόρικα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τ’ γιαραγιού μ’ το ιλάτσ̑' ζόρια ηυρίσ̑κεται
(Η θεραπεία της πληγής μου είναι δύσκολο να βρεθεί)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αβούτσ̑α κορίτσ̑α ζόρια τα βρίσκει κανείς
(Τέτοια κορίτσια δύσκολα τα βρίσκει κανείς)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Φρ.
Ζόρια μόρια
(Ζόρια ξεζόρια˙ με εμφατική αναδίπλωση, δύσκολα, πιεστικά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
ζόρικα
3. Πολύ καλά, πολύ ωραία
Φάρασ.
:
Σο τάλι πάνου ένι αν πουλπούλι του λαλεί ζόρε
(Πάνω στο κλαδί είναι ένα αηδόνι που κελαϊδάει πανέμορφα)
Φκόσ.
-Παπαδ.
Συνών.
καλά, καλούτσικα, καλούτσικανας