ζομπουρπέτς
(ουσ. ουδ.)
ζομboυρπέτς̑
[zοmburˈpetʃ]
Μαλακ.
Πιθ. υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. ζομπουρτατίζω με ανομ. του [t] > [p].
Είδος παιχνιδιού κατά το οπ. δύο παίκτες κρατούσαν έναν τρίτο από τα χέρια και τα πόδια σε ύπτια θέση και του χτυπούσαν τα νώτα στο έδαφος
Μαλακ.