ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζομπουρπέτς (ουσ. ουδ.) ζομboυρπέτς̑ [zοmburˈpetʃ] Μαλακ. Πιθ. υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. ζομπουρτατίζω με ανομ. του [t] > [p].
Είδος παιχνιδιού κατά το οπ. δύο παίκτες κρατούσαν έναν τρίτο από τα χέρια και τα πόδια σε ύπτια θέση και του χτυπούσαν τα νώτα στο έδαφος Μαλακ.