ζιριλτίζω
(ρ.)
ζιριλτίζω
[zirilˈtizo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. ζιριλτί και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Διαμαρτύρομαι, γκρινιάζω