ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζίκα (ουσ.) ζ̑ίκα [ˈʒika] Μισθ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. τσίκι [ˈtsici] Φάρασ. Κατά τον Dawkins (1916: 595), που απηχεί άποψη του Καρολίδη, ίσως από το αρμεν. ουσ. dzig = χορδή του τόξου. Πβ και τουρκ. ουσ. zıh = α) πτυχή β) άκρο γ) χορδή τόξου.
1. Ξύλινο τόξο Μισθ., Φλογ. : Έσυράν τα μο τα τσίκε τουν τζαι δώκαν τα (Του έρριξαν με τα τόξα τους και το χτύπησαν) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ἐβκαλεν 'ποπέσου στο ντουλάπι αν τσίκιν, δώτσ̑εν τα (Έβγαλε μέσα από το ντουλάπι ένα τόξο, του το έδωσε) Φάρασ. -Παπαδ. Το φσάχι τάνυσεν το τσίκιν του, σεμάδεψεν τσ̑αι δώτσ̑εν τα σα δύο τσ̑ουφάλε του (Το παιδί τότε τέντωσε το τόξο του, σημάδεψε και τον χτύπησε στα δύο του κεφάλια) Φάρασ. -Παπαδ. Μες συραίνουν μο τον τσιφτέ τζαι μες καρφώνουν μο το τσίκκι (Μας πυροβολούν με το τουφέκι και μας τρυπάνε με το τόξο) Φάρασ. -Παπαδ. Συνών. γιάι
2. Παιδικό τόξο Σινασσ., Φάρασ.