ζιπούνι
(ουσ. ουδ.)
ζουπούν'
[zuˈpun]
Γούρδ.
ζουbούν'
[zuˈbun]
Αραβαν., Γούρδ.
ζ'μπόν'
[zbon]
Φερτάκ.
ζ'πόν
[zpon]
Σινασσ., Φερτάκ.
Από μεσν. ουσ. ζιπούνιν, το οπ. από το βενετ. zipon (πβ. το γαλλ. jupon, ιταλ. giupone). Ο τύπ. ζουπούν’ από μεσν. τύπ. ζουπούνι(ν) (πβ. και νεότ. ζουπόνι). Για τον τύπ. ζουbούν’, πβ. τουρκ. zıbın και διαλεκτ. zubun.
1. Είδος ολόσωμου βαμβακερού εσωρούχου για παιδιά
ό.π.τ.
2. Μακρύ πανωφόρι που φορούσαν τα αγόρια
Φερτάκ.