ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζολώτα (ουσ. ουδ.) ζολώτα [zoˈlota] Σινασσ. Από το τουρκ. zolota = ασημένιο τουρκικό νόμισμα, ισοδύναμο με τα τρία τέταρτα του γροσίου που χρησιμοποιήθηκε μέχρι τη βασιλεία του Σελίμ Γ'. (< βουλγ. zolota, βλ. Tietze 2019: λ. zolota), πβ. ουσ. zloti (< πολων. zloty).
Ζολώτα, ζλότυ : || Φρ. Το γρόσ' ποίκεν το ζολώτα (Το γρόσι το έκανε ζλότυ˙ Μεγαλοποιεί τα γεγονότα, υπερβάλλει) Σινασσ. -Λεύκωμα
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025