ζοπτσούχι
(ουσ. ουδ.)
ζοπτσ̑ούχι
[zοpˈtʃuçi]
Φάρασ.
Πιθ. από το τουρκ. ουσ. zıpzıp = γυάλινος βώλος, μπίλια.
Γενικός χαρακτηρισμός για κάθε μικρό αντικείμενο,
Φάρασ.