ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Ζίφος (ουσ. αρσ.) Ζίφος [ˈzifos] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. zifos = α) ως ουσ. λάσπη β) ως επίθ., άχρηστος, μάταιος και sifos = α) άχρηστος, μάταιος β) τελειωμένος, τέρμα. Πβ. το κοινό τζίφος, θεωρούμενο ως αμφιβόλου ετύμ.