Ζίφος
(ουσ. αρσ.)
Ζίφος
[ˈzifos]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. zifos = α) ως ουσ. λάσπη β) ως επίθ., άχρηστος, μάταιος και sifos = α) άχρηστος, μάταιος β) τελειωμένος, τέρμα. Πβ. το κοινό τζίφος, θεωρούμενο ως αμφιβόλου ετύμ.
Τούρκος
Συνών.
αγαπητικός, ασπροκέφαλος, δράκος :2, κροτάλι :4