ζιφίρ
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
ζιφίρια
[ziˈfirʝa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. zifir = α) ως ουσ., κατακάθι πίπας β) ως επίθ., μαύρος.
Οι μαύρες σταγόνες που στάζουν από το ταβάνι το χειμώνα