ζιμαΐλ
(ουσ. ουδ.)
ζιμαΐλ
[zimaˈi]
Τροχ., Φάρασ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. zıvaylık = παιδικό παιγνίδι, είδος τραμπάλας, που παίζεται με έναν κορμό δέντρου πάνω στο οπ. τοποθετούν οριζοντίως άλλος κορμός (THADS, λ. zıvaylık).
Είδος τραμπάλας
ό.π.τ.
Συνών.
ζύγαρος