ζιριλτί
(ουσ. ουδ.)
ζιριλτί
[zirilˈti]
Φάρασ.
Αρσ.
ζιριλτής
[zirilˈtis]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. zırıltı = α) θόρυβος β) μουρμουρητό γ) γκρίνια δ) καβγάς.
Γκρίνια, μουρμούρα, φλυαρία.