ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζιριλτί (ουσ. ουδ.) ζιριλτί [zirilˈti] Φάρασ. Αρσ. ζιριλτής [zirilˈtis] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. zırıltı = α) θόρυβος β) μουρμουρητό γ) γκρίνια δ) καβγάς.
Γκρίνια, μουρμούρα, φλυαρία. Συνών. κορόζεμα, σοκράντημα
Τροποποιήθηκε: 02/08/2025