ζιρνίχι
(ουσ.)
ζιρνίχι
[ziˈrnici]
Σινασσ.
ζιρνίκ
[zirˈnik]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. zırnık = θειούχος χαλκός (< περσ. zarnīχ), πβ. αρχ. ουσ. ἀρσενικόν.
Θειούχος χαλκός, αρσενικό
ό.π.τ.