ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζιρνίχι (ουσ.) ζιρνίχι [ziˈrnici] Σινασσ. ζιρνίκ [zirˈnik] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. zırnık = θειούχος χαλκός (< περσ. zarnīχ), πβ. αρχ. ουσ. ἀρσενικόν.
Θειούχος χαλκός, αρσενικό ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 11/11/2024